- προφητοτόκος
- ἡ, Αμητέρα προφήτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + -τόκος (< τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. θεο-τόκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προφητοτόκος — bearing prophets masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)